- βίσχυν
- βίσχυν, Adv.A = σφόδρα ὀλίγον ([dialect] Lacon.), Hsch., cf. Hdn.Gr.1.509.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βίσχυν — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ισχύς — Η ποσότητα της ενέργειας που παράγεται ή απορροφάται από ένα σύστημα στη μονάδα του χρόνου· ειδικότερα, η ι. ενός κινητήρα είναι η ποσότητα του έργου που αυτός παράγει στη μονάδα του χρόνου. Ως προς την κίνηση, η ι. ενός κινητήρα συνήθως… … Dictionary of Greek